μυριάδων

μυριάδων
μῡριάδων , μυριάς
number of
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυριονταδικός — μυριονταδικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στη μυριάδα, στον, αριθμό δέκα χιλιάδες 2. φρ. α) «μυριονταδικὸς διπλούς» μονάδα δευτέρας τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0002 β) «μυριονταδικὸς τριπλούς» μονάδα τρίτης τάξεως… …   Dictionary of Greek

  • AGRAGAS vel ACRAGAS — AGRAGAS, vel ACRAGAS Siciliae fluv. circa Agrigentum urbem a qua nomen accepit. Draco hodie Fazello et Aretio. Item mons Siciliae non longe a Gelâ, murô quonadam cinctus, habens in summitate oppid. eiusdem nominis. aliô nomine Agrigentum; unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • εκατομμύριο — το 1. ποσό εκατό μυριάδων 100 x 10.000, δηλαδή χιλίων χιλιάδων 1.000 x 1.000 = 1.000.000 2. άπειρο ποσό ή πλήθος …   Dictionary of Greek

  • επιτεκνώ — ἐπιτεκνῶ, όω (Α) [επίτεκνος] γεννώ μετέπειτα («πολλῶν μυριάδων ἐπιτεκνωθεισῶν», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίωμα — κεφαλαίωμα, τὸ (Α) [κεφαλαιώ] 1. σύνολο, άθροισμα («πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.) 2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῡ ἐντρέχοντος κοινοῡ τοῑς πολλοῑς», Πρόκλ.) …   Dictionary of Greek

  • πεντεμυριομέδιμνος — και πενταμυριομέδιμνος, ον, Μ (για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε μυριάδων μεδίμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε μύριοι + μέδιμνος (πρβλ. εξ μέδιμνος)] …   Dictionary of Greek

  • εκατομμύριο — το αριθμ. απόλ. 1. ποσότητα εκατό μυριάδων 100 x 10.000, δηλ. χιλίων χιλιάδων 1.000 x 1.000 = 1.000.000. 2. άπειρο ποσό ή πλήθος: Εκατομμύρια οι νεκροί του τελευταίου πολέμου. – Εκατομμύρια χαλίκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”